- κρέτος
- κρέτος, τὸ (Α)(αιολ. τ.) βλ. κράτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κράτος — Η συνολική οργάνωση μιας κοινωνίας και η υπαγωγή της σε ένα σύστημα δικαίου, το οποίο αφορά έναν συγκεκριμένο λαό και ένα επίσης συγκεκριμένο εδαφικό πλαίσιο. Το κ. συνδέεται πάντοτε με το δίκαιο, που είναι δημιούργημα και δημιουργός του. Η… … Dictionary of Greek
kar-3, redupl. karkar- — kar 3, redupl. karkar English meaning: hard Deutsche Übersetzung: under likewise “hart” Material: O.Ind. karkara “rough, hard” = Gk. κάρκαροι τραχεῖς Hes., O.Ind. karkasa “rough, hard” (also karaka m., “hail”?); presumably Gk.… … Proto-Indo-European etymological dictionary